- παραβλέποντας
- παραβλέπωlook asidepres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
ελευθεριάζω — (AM ἐλευθεριάζω) νεοελλ. 1. μιλώ, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι κατά τρόπο εντελώς ελεύθερο, παραβλέποντας ή περιφρονώντας ορισμένους κανόνες και συμβάσεις 2. συμπεριφέρομαι αντίθετα προς τα χρηστά ήθη μσν. απαλλάσσω κάποιον από κάτι αρχ. 1. μιλώ ή… … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
τιπούκειτος — (από το τί, πού κείται, δηλ. πού βρίσκεται ή πού υπάρχει ένα βιβλίο, ένα κεφάλαιο ή ένας τίτλος βιβλίου). Τίτλος έργου Βυζαντινού νομικού του 11ου αι., που έχει υπομνηματίσει τη συλλογή βυζαντινών νόμων του 10ου αι. Βασιλικά. Το έργο περιλαμβάνει … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Γκαλιάνι, Φερντινάντο — (Ferdinando Galliani, 1728 – 1787). Ιταλός αβάς, λόγιος και οικονομολόγος. Στα συγγράμματά του υποστήριζε ότι η αξία του εμπορεύματος καθορίζεται ανάλογα με τη χρησιμότητά του. Η θεωρία του ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή καθώς ενείχε μία βασική… … Dictionary of Greek
εφαπτομένη — (σε ένα σημείο μιας καμπύλης). Αν Γ είναι μία καμπύλη του (συνηθισμένου) χώρου, δηλαδή η γραφική παράσταση ενός σημειοσυνόλου (x(t), ψ(t), z(t)), tεΔ} όπου Δ ένα διάστημα του συνόλου των πραγματικών αριθμών, και αν υπάρχουν οι πρώτες παράγωγοι… … Dictionary of Greek
Λαδίσλαος — I (Wladyslav). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων της Πολωνίας. 1. Λ. Χέρμαν (1043 – 1102). Ηγεμόνας της Πολωνίας (1081 – 1102). Διαδέχθηκε στην εξουσία τον αδελφό του, Βολέσλαο Β’, αν και κατείχε μόνο τον τίτλο του δούκα της Πολωνίας. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
Μπαλανσίν, Τζορτζ — (George Balanchine, Πετρούπολη 1904 – Νέα Υόρκη 1983). Αμερικανός χορογράφος, ρωσικής καταγωγής. Πρωτοεμφανίστηκε ως χορευτής στο περίφημο θέατρο Μαρίινσκι (σήμερα Κίροφ Μαρίινσκι), αλλά κατόπιν επιδόθηκε στη χορογραφία, αρχικά με έναν μικρό… … Dictionary of Greek